χαροκαίομαι

χαροκαίομαι
χαροκαίομαι και χαροκαίγομαι χαροκάηκα, χαροκαμένος, -η, -ο, καίγομαι (μτφ.) από το Χάρο, χάνω αγαπητά μου πρόσωπα, μου τα παίρνει ο Χάρος: Δεν πρέπει ν' αδικήσεις τη χαροκαμένη μάνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι Ν (συν. στην μτχ. παθ. παρακμ.) χαροκαμένος και χαροκαημένος, η, ο αυτός που έχει δοκιμαστεί από τον θάνατο αγαπημένων του προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + καί(γ)ομαι] …   Dictionary of Greek

  • χαροκαμένος — και χαροκαημένος, η, ο, Ν βλ. χαροκαίομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”