- χαροκαίομαι
- χαροκαίομαι και χαροκαίγομαι χαροκάηκα, χαροκαμένος, -η, -ο, καίγομαι (μτφ.) από το Χάρο, χάνω αγαπητά μου πρόσωπα, μου τα παίρνει ο Χάρος: Δεν πρέπει ν' αδικήσεις τη χαροκαμένη μάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.